- σφοδροτάτης
- σφοδρόςvehementfem gen superl sg (attic epic ionic)σφοδρόςvehementfem gen superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουραγκάν — ο (μετεωρ.) ονομασία σφοδρότατης καταιγίδας που συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους, η ταχύτητα τών οποίων υπερβαίνει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. hurocan] … Dictionary of Greek